- φιλησιστέφανος
- φῐλησιστέφᾰνος, -ον1 loving garlands
δαῖτα φιλησιστέφανον Pae. 1.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δαῖτα φιλησιστέφανον Pae. 1.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φιλησιστέφανος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλησιστέφανος — ον, Α αυτός στον οποίο αρέσουν τα στεφάνια, φιλοστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + στέφανος (πρβλ. καλλι στέφανος)] … Dictionary of Greek
φιλησιστέφανον — φιλησιστέφανος masc/fem acc sg φιλησιστέφανος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)